γλωσσίδα


γλωσσίδα
Προφορά

Ετυμολογία
γλωσσίδα αρχαία ελληνική γλωττίς

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η γλωσσίδα

✦ το τμήμα του λάρυγγα που, κατά την κατάποση, φράζεται από την επιγλωττίδα
✦ το στόμιο πνευστού μουσικού οργάνου
✦ φυλλοειδής απόφυση μερικών φυτών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.