γλυσίνα


γλυσίνα
Προφορά

Ετυμολογία
γλυσίνα └γαλλ┘ glycine

Ερμηνεία
γλυσίνα

✦ κοινή ονομασία του γένους βιστερία· πρόκειται για γένος δικότυλων, αγγειόσπερμων φυτών, συν. αναρριχητικών, με ξυλώδεις, συστραμμένους βλαστούς και μπλε, μοβ, κοκκινωπά ή άσπρα ευώδη και βοτρυοειδή άνθη: ένας τοίχος σκεπασμένος με γλυσίνα ολάνθιστη (Γ. Θεοτοκάς) – κάτω απ’ την πέργκολα με την ανθισμένη γλυσίνα (Ρέα Γαλανάκη)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.