γλυκόθωρος


γλυκόθωρος
Προφορά

Ετυμολογία
γλυκόθωρος γλυκοθωρώ

Ερμηνεία
γλυκόθωρος

✦ κ. γλυκόθωρος, -η, -ο επίθ. αυτός που έχει γλυκιά, ευχάριστη όψη: ένα αραπάκι… ντροπαλό και γλυκόθωρο, μπήκε στον πειρασμό να κλέψει (Διδώ Σωτηρίου)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.