γλυκοβύζαστος
Προφορά
Ετυμολογία
γλυκοβύζαστος γλυκός + βυζαίνω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ γλυκοβύζαστος -η, -ο
✦ ο γλυκός κατά το θηλασμό, γλυκό μητρικό γάλα: το γλυκοβύζαστό της γάλα, θα το βυζαίνουν στόματα μεγάλα (Κ. Βάρναλης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–