γλιτωμός


γλιτωμός
Προφορά

Ετυμολογία
γλιτωμός γλιτώνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο γλιτωμός

✦ η διαφυγή από κίνδυνο, η σωτηρία: οι γιατροί τον αποφασίσανε· δεν έχει γλιτωμό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.