γλιστρώ
Προφορά
Ετυμολογία
γλιστρώ μεσαιωνική ελληνική γλιστρῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ γλιστρώ -άς, -ά
✦ παραπατώ σε λεία επιφάνεια και πέφτω
✦ (μτφ. ) πέφτω σε ηθικό ολίσθημα
✦ (μτφ. ) ξεφεύγω από δύσκολη κατάσταση, ξεγλιστρώ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–