γλεντζές


γλεντζές
Προφορά

Ετυμολογία
γλεντζές └τουρκ┘eğlence

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο γλεντζές

✦ θηλ. γλεντζού που του αρέσουν τα γλέντια

Συνώνυμα
γλεντοκόπος, χαροκόπος, ξεφαντωτής
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.