γλαύκα


γλαύκα
Προφορά

Ετυμολογία
γλαύκα αρχαία ελληνική γλαῦξ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η γλαύκα

✦ η κουκουβάγια
✦ φρ. κομίζει γλαύκα εις Αθήνας, για κάποιον που λέγει ως νέο κάτι κοινότατο και πασίγνωστο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.