γλαφυρός


γλαφυρός
Προφορά

Ετυμολογία
γλαφυρός αρχαία ελληνική γλαφυρός

Ερμηνεία
επίθετο┘ γλαφυρός -ή, -ό

✦ λείος, ομαλός |(μτφ., για το ύφος του λόγου) κομψός, επεξεργασμένος, χαριτωμένος: γλαφυρό στιλ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
γλαφυρά (Κ γλαφυρώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.