γλασάρω


γλασάρω
Προφορά

Ετυμολογία
γλασάρω └γαλλ┘ glacer (= παγώνω)

Ερμηνεία
ρήμα γλασάρω

✦ (ζαχαροπλ.) επαλείφω γλύκισμα με παχύρρευστο διάλυμα ποτού σοκολάτας, κρέμας κτλ., αρωματισμένο, που, όταν κρυώσει, στερεοποιείται

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.