γλίσχρος


γλίσχρος
Προφορά

Ετυμολογία
γλίσχρος αρχαία ελληνική γλίσχρος (= κολλώδης)

Ερμηνεία
επίθετο┘ γλίσχρος -η, -ο

✦ φειδωλός, τσιγκούνης
✦ φτωχικός, ανεπαρκής

Συνώνυμα
ισχνός, πενιχρός
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.