γλάστρα
Προφορά
Ετυμολογία
γλάστρα αρχαία ελληνική γάστρα (= κοιλιά αγγείου) > γράστα > γράστρα, με ανομοίωση
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η γλάστρα
✦ δοχείο, συνήθως πήλινο, όπου φυτεύονται λουλούδια
✦ (μτφ. ) μειωτικός χαρακτηρισμός για νεαρή γυναίκα, συν. με ωραίο παρουσιαστικό, που εμφανίζεται σε τηλεοπτική εκπομπή ως διακοσμητικό στοιχείο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–