γκρουμ


γκρουμ
Προφορά

Ετυμολογία
γκρουμ └αγγλ┘groom

Ερμηνεία
γκρουμ

✦ άκλ. ουσ. νεαρός υπηρέτης με στολή, που εργάζεται σε ξενοδοχείο, κατάστημα κτλ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.