γκρουμ Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply γκρουμΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/2/γκρουμ.mp3Ετυμολογίαγκρουμ └αγγλ┘groom Ερμηνεία γκρουμ ✦ άκλ. ουσ. νεαρός υπηρέτης με στολή, που εργάζεται σε ξενοδοχείο, κατάστημα κτλ Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–