γκρος


γκρος
Προφορά

Ετυμολογία
γκρος └αγγλ┘gross (= συνολικός) διεθνής όρος που δηλώνει την ολική χωρητικότητα εμπορικού πλοίου (1 γκρος ισούται με 2,8317 κυβ. μέτρα)

Ερμηνεία
γκρος

✦ άκλ.

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.