γκριλ
Προφορά
Ετυμολογία
γκριλ └αγγλ┘grill
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└άκλιτο┘ το γκριλ
✦ μαγειρικό σκεύος με παράλληλες σιδερένιες ράβδους πάνω στο οποίο ψήνονται κρέατα, ψάρια, ψωμί κτλ., σχάρα
✦ ηλεκτρική αντίσταση με την οποία είναι εφοδιασμένη η ηλεκτρική κουζίνα για ψήσιμο κρεάτων, ψαριών κτλ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–