γκρεμιστής
Προφορά
Ετυμολογία
γκρεμιστής γκρεμίζω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο γκρεμιστής
✦ αυτός που κατεδαφίζει παλιές οικοδομές
✦ αυτός που καταλύει, ανατρέπει κάτι (πίστη, προλήψεις, πολίτευμα κτλ.): ο μέγας αρχιστράτηγος, ο γκρεμιστής και ο χτίστης (Κ. Παλαμάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–