γκρεμίζω
Προφορά
Ετυμολογία
γκρεμίζω μεσαιωνική ελληνική γκρεμνίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ γκρεμίζω
✦ ρίχνω στον γκρεμό
✦ κατεδαφίζω
✦ (μτφ. ) καταργώ: η γαλλική επανάσταση γκρέμισε τη φεουδαρχία
✦ (μτφ. ) καταστρέφω, αφανίζω
✦ (προστ.) γκρεμίσου, φύγε από δω, ξεκουμπίσου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–