γκραφίτι


γκραφίτι
Προφορά

Ετυμολογία
γκραφίτι └αγγλ┘graffiti, πληθ. του graffito

Ερμηνεία
γκραφίτι

✦ άκλ. ουσ. (ο πληθ. γκραφίτι χρησιμοποιείται συν. και αντί του εν. γκραφίτο) επιγραφή ή παράσταση σε τοίχο, βράχο κτλ. Βλ. επίσης ακιδογράφημα, τοιχογράφημα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.