γκραν πάπας


γκραν πάπας
Προφορά

Ετυμολογία
γκραν πάπας από τη └γαλλ┘ λ. grand (= μεγάλος) + πάπας

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο γκραν πάπας

✦ αυτός που λόγω της κοινωνικής του θέσης ή του αξιώματός του έχει μεγάλη εξουσία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.