γκραβούρα


γκραβούρα
Προφορά

Ετυμολογία
γκραβούρα └γαλλ┘ gravure

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η γκραβούρα

✦ χαρακτική σε σκληρή ύλη (μέταλλο, ξύλο, πέτρα) για παραγωγή αντιτύπων
✦ αντίτυπο χαρακτικού έργου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.