γκρέμισμα
Προφορά
Ετυμολογία
γκρέμισμα γκρεμίζω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το γκρέμισμα
✦ η πτώση από γκρεμό
✦ κατεδάφιση
✦ (μτφ. ) κατάλυση, καθαίρεση
✦ πληθ. γκρεμίσματα, ερείπια, χαλάσματα: κάθισα κάνα δυο φορές σε κάτι γκρεμίσματα (Γ. Μπεράτης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–