γκουρού


γκουρού
Προφορά

Ετυμολογία
γκουρού σανσκρ. guruh (= βαρύς)

Ερμηνεία
γκουρού

✦ άκλ. ουσ. ινδουιστής πνευματικός οδηγός ή δάσκαλος που θεωρείται πηγή σοφίας και γνώσης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.