γκιουβέτσι
Προφορά
Ετυμολογία
γκιουβέτσι └τουρκ┘gόvez
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το γκιουβέτσι
✦ ρηχό και πλατύ πήλινο σκεύος για ψήσιμο φαγητών στο φούρνο
✦ φαγητό με κρέας και ζυμαρικά κυρίως, ψημένο στο φούρνο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–