γκιαούρης


γκιαούρης
Προφορά

Ετυμολογία
γκιαούρης └τουρκ┘giaur (= άπιστος)

Ερμηνεία
γκιαούρης

✦ κ. γκιαούρ άκλ. ουσ. ο κατά την αντίληψη των μωαμεθανών άπιστος (ιδ. ως υβριστικός χαρακτηρισμός των χριστιανών)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.