γκεσταπίτισσα


γκεσταπίτισσα
Προφορά

Ετυμολογία
γκεσταπίτισσα └γερμ┘ Gestapo, βραχυγραφία της επωνυμίας Geheime Staatspolizei (= Μυστική Αστυνομία του Κράτους)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο γκεσταπίτισσα

✦ θηλ. γκεσταπίτισσα μέλος της Γκεστάπο, της πολιτικής αστυνομίας της ναζιστικής Γερμανίας, η οποία είχε ως αποστολή να συντρίψει κάθε αντίθεση στο ναζιστικό καθεστώς

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.