γκεμπελικός
Προφορά
Ετυμολογία
γκεμπελικός από το κύριο όνομα Γκέμπελς (Goebbels), Ιωσήφ Παύλος, (1897 – 1945), υπουργός Δημόσιας Διαφώτισης και Προπαγάνδας, στη ναζιστική Γερμανία
Ερμηνεία
└επίθετο┘ γκεμπελικός -ή, -ό
✦ ο αναφερόμενος σε προπαγάνδα που ασκείται με άθλιες μεθόδους, ο άθλια προπαγανδιστικός
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–