γκελ


γκελ
Προφορά

Ετυμολογία
γκελ └τουρκ┘gel

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το γκελ

✦ το αναπήδημα που κάνει το τόπι, όταν ριχθεί στο έδαφος
✦ φρ. κάνω γκελ, (για πράγμ.) αναπηδώ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.