γκαραζιέρης


γκαραζιέρης
Προφορά

Ετυμολογία
γκαραζιέρης γκαράζ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο γκαραζιέρης

✦ ο ιδιοκτήτης γκαράζ
✦ ειδικός τεχνίτης που εργάζεται σε γκαράζ και ασχολείται με την επισκευή αυτοκινήτων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.