γκαζόζα


γκαζόζα
Προφορά

Ετυμολογία
γκαζόζα └ιταλ┘gasoso (= αεριούχος)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η γκαζόζα

✦ αεριούχο, αναψυκτικό ποτό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.