γκαζοτενεκές
Προφορά
Ετυμολογία
γκαζοτενεκές γκάζι + τενεκές
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο γκαζοτενεκές
✦ τενεκές για τη μεταφορά και φύλαξη πετρελαίου
✦ (μτφ. για πρόσ.) ο χωρίς ικανότητες, ευτελής, τιποτένιος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–