γκαζοζέν
Προφορά
Ετυμολογία
γκαζοζέν └γαλλ┘ gazogéne
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└άκλιτο┘ το γκαζοζέν
✦ συσκευή παραγωγής καυσίμων αερίων
✦ μικρά αυτοκίνητα που κινούνταν, στην κατοχή, με τέτοιες συσκευές αντί για βενζίνη ή πετρέλαιο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–