γκέτο


γκέτο
Προφορά

Ετυμολογία
γκέτο └ιταλ┘ghetto (= χυτήριο• τοποθεσία της Βενετίας, όπου, το 1516, ιδρύθηκε η πρώτη εβραϊκή συνοικία)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το γκέτο

✦ παλαιότερα, περιτειχισμένη εβραϊκή συνοικία σε ευρωπαϊκές πόλεις
✦ η υποχρεωτική διαβίωση των Εβραίων σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως (όπως εφαρμόστηκε στον αιώνα μας από τους χιτλερικούς)
(μτφ. ) σήμερα, αστική περιοχή, όπου ορισμένη μειονότητα ζει απομονωμένη από το υπόλοιπο τμήμα της κοινωνίας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.