γκάλοπ
Προφορά
Ετυμολογία
γκάλοπ λ. αμερικανική, από το όνομα εκείνου που εφάρμοσε την ιδέα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└άκλιτο┘ το γκάλοπ
✦ σφυγμομέτρηση της κοινής γνώμης βασισμένη σε κατάλληλα συνταγμένο ερωτηματολόγιο, δημοσκόπηση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–