γκάιντα
Προφορά
Ετυμολογία
γκάιντα └τουρκ┘gayda
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η γκάιντα
✦ λαϊκό, πνευστό μουσικό όργανο που αποτελείται από δερμάτινο ασκό, δύο αυλούς και το επιστόμιο, ο άσκαυλος: ακούγεται παράξενη μουσική. Δε μοιάζει σε τίποτα με τα νταούλια και τις γκάιντες των κοντραμπατζήδων (Ηλ. Βενέζης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–