γκάγκαρος


γκάγκαρος
Προφορά

Ετυμολογία
γκάγκαρος γκάγκαρο

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο γκάγκαρος

✦ επί τουρκοκρατίας, παικτ. ονομ. των Αθηναίων της ανώτερης κοινωνικής τάξης (γιατί έκλειναν τις πόρτες με γκάγκαρο)
✦ ο γνήσιος, ο παλιός Αθηναίος: Αθηναίος γκάγκαρος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.