γιωταχής
Προφορά
Ετυμολογία
γιωταχής από το αρκτικόλεξο Ι.Χ. (= ιδιωτικής χρήσης, ενν. αυτοκίνητο)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο γιωταχής
✦ ο ιδιοκτήτης ιδιωτικής χρήσης (Ι.Χ.) αυτοκινήτου: πορεία γιωταχήδων στο κέντρο της Αθήνας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–