γιοματίζω
Προφορά
Ετυμολογία
γιοματίζω γιόμα
Ερμηνεία
└ρήμα┘ γιοματίζω
✦ παίρνω γεύμα, γευματίζω: από τη χώρα ακουγόταν πια η καμπάνα του μεσημεριού, και καθένας βιαζόταν να σκολάσει, να πάει να γιοματίσει με τη φαμελιά του (Π. Πρεβελάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–