γιοματάρι


γιοματάρι
Προφορά

Ετυμολογία
γιοματάρι μεσαιωνική ελληνική γιοματάριν, υποκοριστικό του └ουδ┘ επιθ. γιομάτο

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το γιοματάρι

✦ κρασί από βαρέλι που ανοίχτηκε πρόσφατα: σμίγαμε πάνου στο πατάρι να τσούζουμε το γιοματάρι (Κ. Βάρναλης)

Συνώνυμα

Αντίθετα
σώσμα
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.