γινώσκω


γινώσκω
Προφορά

Ετυμολογία
γινώσκω αρχαία ελληνική γιγνώσκω

Ερμηνεία
ρήμα γινώσκω

✦ γνωρίζω, έχω μάθει, ξέρω
✦ φρ. γνώθι σαυτόν, γνώρισε, μάθε τον εαυτό σου (συνήθως με άρθρο)
✦ η μτχ. παθητ. πρκμ. εγνωσμένος, -η, -ον, γνωστός, αναμφισβήτητος, ομολογημένος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.