γιατροκομώ
Προφορά
Ετυμολογία
γιατροκομώ γιατρός + -κομώ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ γιατροκομώ -είς, -εί
✦ περιποιούμαι, νοσηλεύω ασθενή
✦ φροντίζω να θεραπεύσω κάποιον ή κάτι: αυτός που πούλησε τ’ άρματά του για να γιατροκομήσει τις λαβωματιές του (Π. Πρεβελάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–