γιαλός
Προφορά
Ετυμολογία
γιαλός μεσαιωνική ελληνική γιαλός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο γιαλός
✦ παραλία, ακρογιάλι: ξανθό παιδί στου ωραίου γιαλού τα βότσαλα γυρμένο (Π. Νιρβάνας)
✦ θάλασσα, πέλαγος
✦ φρ. γιαλό γιαλό, ως επίρρ. κατά μήκος της παραλίας, παραλιακά: έφτασα στη θάλασσα, περπατούσα γιαλό γιαλό με βιάση (Ν. Καζαντζάκης)
Συνώνυμα
ακτή, ακροθαλασσιά, περιγιάλι
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–