γιέσμαν


γιέσμαν
Προφορά

Ετυμολογία
γιέσμαν └αγγλ┘yesman

Ερμηνεία
γιέσμαν

✦ άκλ. ουσ. αυτός που πάντα συμφωνεί με τους ανωτέρους του, για να κερδίσει την εύνοια ή τον έπαινό τους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.