γητεύω


γητεύω
Προφορά

Ετυμολογία
γητεύω γοητεύω

Ερμηνεία
ρήμα γητεύω

✦ κάνω μάγια, γητειές
(μτφ. ) θέλγω, ασκώ γοητεία: τη θωπεία ζητώντας της παλάμης του, υψώνει το κεφάλι γητεμένος (Άγγ. Σικελιανός)

Συνώνυμα
μαγεύω, μαγγανεύω
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.