γηπεδούχος


γηπεδούχος
Προφορά

Ετυμολογία
γηπεδούχος γήπεδο + έχω

Ερμηνεία
επίθετο┘ γηπεδούχος -ος, -ο

✦ αθλητ. όρος· θηλ. η γηπεδούχος, η ομάδα ποδοσφαίρου ή μπάσκετ, όταν αγωνίζεται στο γήπεδό της
✦ αρσεν. πληθ. οι γηπεδούχοι, οι παίκτες όταν αγωνίζονται στο γήπεδο της ομάδας τους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.