γίνομαι


γίνομαι
Προφορά

Ετυμολογία
γίνομαι μεταγενέστερη ελληνική γίνομαι

Ερμηνεία
ρήμα γίνομαι

✦ λαβαίνω υπόσταση, ζωή, ύπαρξη
✦ γεννιέμαι, παράγομαι: έγινε μεγάλος σαματάς
✦ πραγματοποιούμαι, εκτελούμαι: αυτό που γυρεύεις δε γίνεται με τίποτα
✦ εξελίσσομαι, διαμορφώνομαι: έγινε μέγας και πολύς
✦ ωριμάζω, μεστώνω: δε γίνηκαν ακόμα τα ροδάκινα
✦ (απρόσ.) γίνεται, είναι δυνατόν: δε γίνεται να προχωρήσουμε υπ’ αυτές τις συνθήκες
✦ γένοιτο, είθε, μακάρι – ο μη γένοιτο, μακάρι να μη γίνει
✦ φρ. ό,τι έγινε έγινε – ο γέγονε γέγονε – τα γενόμενα ουκ απογίνεται, αυτό που έγινε δεν μπορεί να μεταβληθεί, το γεγονός δεν αλλάζει
✦ φρ. έγινε άλλος άνθρωπος, άλλαξε τελείως – γίνομαι άνω κάτω, συγχύζομαι, αναστατώνομαι – γίνομαι βαπόρι (θηρίο, Τούρκος, σκυλί), θυμώνω, εξοργίζομαι – γίνομαι περδίκι, γίνομαι καλά, θεραπεύομαι τελείως – γίνομαι καπνός, εξαφανίζομαι – γίνομαι κομμάτια, παρέχω με προθυμία κάθε δυνατή βοήθεια, κάνω θυσίες και υφίσταμαι ταλαιπωρίες προκειμένου να βοηθήσω κάποιον – γινόμαστε από δυο χωριά ή μαλλιά κουβάρια, ερχόμαστε σε σύγκρουση, μαλώνουμε

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.