γήτεμα
Προφορά
Ετυμολογία
γήτεμα γητεύω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το γήτεμα
✦ η ενέργεια και το αποτέλεσμα του γητεύω, η χρησιμοποίηση μαγικών μέσων για την επίτευξη σκοπού ή την αποτροπή κακού
✦ τα αντικείμενα που χρησιμοποιούνται για την άσκηση μαγείας: μέσ’ στα γητέματα, στα ξόρκια, και μέσ’ στη σολομωνική (Κ. Παλαμάς)
✦ θέλγητρο, γοητεία: η λύρα ξέχυνε στη σκοτεινιά μάγια και γητέματα (Π. Πρεβελάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–