βύσμα


βύσμα
Προφορά

Ετυμολογία
βύσμα αρχαία ελληνική βύσμα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το βύσμα

✦ πώμα, βούλωμα
✦ το γέμισμα των σαγμάτων
✦ κομμάτι από μπαμπάκι που εισάγεται σε κοιλότητες του σώματος, για έμφραξη
✦ ρευματολήπτης που εισάγεται σε ειδικά ανοίγματα των ηλεκτρικών διατάξεων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.