βωμός


βωμός
Προφορά

Ετυμολογία
βωμός αρχαία ελληνική βωμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο βωμός

✦ ειδικό κτίσμα για θυσίες
✦ (εκκλ.) η Αγία Τράπεζα των χριστιανικών ναών
(μτφ. ) ιερός σκοπός, για τον οποίο θυσιάζεται κανείς

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.