βροντώ


βροντώ
Προφορά

Ετυμολογία
βροντώ αρχαία ελληνική βροντῶ

Ερμηνεία
ρήμα βροντώ -άς, -ά

✦ παράγω βροντή, μπουμπουνίζω
✦ προκαλώ δυνατό θόρυβο
✦ ηχώ βροντερά: κι ενώ βρόνταγε απάνω μου η θύελλα (Ν. Βρεττάκος)
✦ ρίχνω κάτω ή πέφτω με βρόντο
✦ φρ. τα βροντάω, απορρίπτω ή παρατώ με εντυπωσιακό τρόπο: τους τα βρόντηξε κι έφυγε

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.