βραχιόλι


βραχιόλι
Προφορά

Ετυμολογία
βραχιόλι μεσαιωνική ελληνική βραχιόλιον, υποκοριστικό του └λατιν┘ bracchiale, └ουδ┘ του επιθέτου bracchialis (=βραχιόνιος)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το βραχιόλι

✦ κόσμημα για το μπράτσο
✦ (κατ’ επέκτ.) μετάλλινος δακτύλιος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.